- αναπαραγωγικός
- η , ό[ν] способный к воспроизводству
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαραγωγικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για αναπαραγωγή 2. (στην ψυχολ.) αναπαραγωγική κρίση η μη πρωτότυπη αλλά παράγωγος κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις. ΠΑΡ. αναπαραγωγικότητα] … Dictionary of Greek
αναπαραγωγικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην αναπαραγωγή: Οι αναπαραγωγικές ικανότητες των οργανισμών δεν είναι απεριόριστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγικότητα — η ικανότητα για αναπαραγωγή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) … Dictionary of Greek
γονάγγειο — το αναπαραγωγικός πολύποδας των υδροζώων, δηλαδή χιτινώδης διαφανής σάκος (γονοθήκη) που εγκλείει το βλαστόστυλο και τους μεδουσοφόρους οφθαλμούς πάνω σ αυτό … Dictionary of Greek
παράκυκλος — ό, ΝΑ νεοελλ. 1. το εμβαδόν ή η επιφάνεια που περιέχεται μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων 2. βιολ. η μακρόχρονη εγκατάσταση, σε ένα μόνο είδος δέντρου, ενός εντόμου τού οποίου ο αναπαραγωγικός κύκλος περιλαμβάνει κανονικά τη διαδοχική μετανάστευση… … Dictionary of Greek
κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… … Dictionary of Greek
πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… … Dictionary of Greek
γονιμοποιός, -ός, -ό — αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, που βοηθά στη γονιμότητα, ο αναπαραγωγικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)